- ἀρθρώσεων
- ἀρθρώσεω̆ν , ἄρθρωσιςjointingfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αρθρίτιδα — Φλεγμονή, οξεία ή χρόνια, ολόκληρης της άρθρωσης ή τμημάτων της, που μερικές φορές συνοδεύεται από ενδοαρθρικό εξίδρωμα ορώδες ή ακόμα και πυώδες· ανάλογα με την περίπτωση, μπορεί να την προκαλέσουν βακτηρίδια, ιοί, αλλεργίες, διαταραχές του… … Dictionary of Greek
οστεοαρθρικό σύστημα — Σύστημα που σχηματίζεται από δύο ή περισσότερα οστά και από συζευκτικά μέσα, τα οποία επιτρέπουν διάφορου βαθμού κινητικότητα στα οστά τα οποία συνδέουν. Οι αρθρώσεις διακρίνονται, με ανατομικά και λειτουργικά κριτήρια, σε δύο μεγάλες ομάδες: την … Dictionary of Greek
κινησιοθεραπεία — Η θεραπεία ορισμένων παθήσεων του ερειστικού (οστών, αρθρώσεων) και του κινητικού συστήματος (μυών, νεύρων) με κινήσεις στις οποίες υποβάλλονται διάφορα τμήματα των άκρων ή του κορμού. Συνήθως συνδυάζεται με μαλάξεις, οι οποίες εκτελούνται από… … Dictionary of Greek
σπονδυλαρθρίτιδα — η, Ν 1. ιατρ. ρευματική φλεγμονή τών σπονδύλων 2. φρ. «αγκυλοποιητική σπονδυλαρθρίτιδα» ιατρ. χρόνια φλεγμονώδης πάθηση των μικρών αρθρώσεων και τών συνδέσμων τής σπονδυλικής στήλης, καθώς και τών παρακείμενων αρθρώσεων, που υφίστανται… … Dictionary of Greek
σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… … Dictionary of Greek
ρευματισμός — Κατά την κοινή ορολογία σημαίνει επώδυνη πάθηση του μυοσκελετικού συστήματος (οστά, αρθρώσεις, μύες και τένοντες)· η ιατρική, αντίθετα, με τον όρο αυτό αναφέρεται σε μια ομάδα νοσημάτων, που έχουν μερικά κοινά παθογενετικά και ανατομοπαθολογικά… … Dictionary of Greek
αγκύλη — Δήμος της Αιγηίδας φυλής στην αρχαία Αθήνα. Με το ίδιο όνομα υπήρχε και προάστιο της πόλης. * * * η (Α ἀγκύλη) [ἀγκύλος] νεοελλ. συνήθως στον πληθ. οι αγκύλες 1. τα τυπογραφικά σημεία [], μέσα στα οποία τίθεται παρενθετικά τμήμα τού λόγου 2.… … Dictionary of Greek
αντιβράχιο — το η μοίρα του πρόσθιου άκρου των ζώων (αλόγων κ.λπ.) που περιλαμβάνεται μεταξύ των αρθρώσεων του αγκώνα και του καρπού … Dictionary of Greek
αυλακονάρθηκας — ο αυλακωτός συρμάτινος νάρθηκας για την τοποθέτηση καταγμάτων των αρθρώσεων … Dictionary of Greek
βελονισμός — Αρχαιότατη θεραπευτική μέθοδος, η οποία χρησιμοποιείται στην ιατρική των Κινέζων από τη δεύτερη χιλιετία π.Χ. Στην Ευρώπη την εισήγαγαν τον 18ο αι. ιησουίτες ιεραπόστολοι. Εφαρμόζεται ακόμη και σήμερα, ιδιαίτερα στην Άπω Ανατολή, όπου έχει τον… … Dictionary of Greek